Λέξη: αισθάνομαι

Σχετικές λέξεις: αισθάνομαι

αισθάνομαι μόνη, αισθάνομαι συνέχεια κουρασμένη, αισθάνομαι μοναξιά, αισθάνομαι κόπωση, αισθάνομαι αρχικοί χρόνοι, αισθάνομαι κουρασμένη, αισθάνομαι κλιση αρχαια, αισθάνομαι κλίση, αισθάνομαι συνώνυμο, αισθάνομαι τυχερός

Συνώνυμα: αισθάνομαι

νιώθω, πασπατεύω, ψηλαφώ, αγγίζω

Μεταφράσεις: αισθάνομαι

αισθάνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feel, sense, I feel, I am, am, feeling

αισθάνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seso, tentar, sentido, palpar, sentimiento, tocar, tacto, sentir, acepción, tiento, sentirse, sentirá, siente, sienta

αισθάνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfinden, fühlen, sinn, wahrnehmung, gefühl, verstand, fuhren, tasten, spüren, Gefühl, fühlen sich

αισθάνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acception, conscience, raison, toucher, subir, attouchement, sentiment, palper, connaissance, coudoyer, flairer, tact, signification, ressentir, penser, importance, sentir, se sentir, sentent, sentirez

αισθάνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
senso, percepire, sentire, provare, toccare, tastare, tatto, sensazione, sentirsi, sentirete, sentono

αισθάνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sentir, sensação, ta tear, alimentação, significado, experimentar, apalpar, alimentar, apascentar, sentimento, sentido, se sentir, sinto, sente, sentem

αισθάνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voelen, tasten, bevoelen, betasten, zintuig, gevoel, gevoelen, aanvoelen, betekenis, zin, gewaarworden, voelt, voel

αισθάνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затрагивать, пощупать, коснуться, соображение, ощущать, вдохновляться, значение, прозябнуть, приспичить, касаться, толк, чувство, пожалеть, перечувствовать, щупать, ощупать, чувствовать, чувствовать себя, почувствовать, чувствую себя

αισθάνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forstand, følelse, føle, sans, føler, føle deg, føler deg, føle seg

αισθάνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betydelse, känna, känsla, sinne, känsel, mening, bemärkelse, känner, känna sig, att känna, känner sig

αισθάνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuntea, merkitys, vaikutelma, aistia, tuntua, mieli, järki, koetella, jaksaa, tunne, tuntu, vaistota, vointi, tuntuu, tuntevat, tunnet

αισθάνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mærke, sans, mening, føle, følelse, føler, føle sig, at føle, føler sig

αισθάνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hmatat, vycítit, pocítit, omak, cítit, ucítit, hmat, vědomí, význam, pocit, rozum, ohmatat, ohmatávat, zakoušet, smysl, tušit, cítit se, cítí

αισθάνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odczuwać, wyczuwać, wyczucie, rozsądek, sens, poczuć, wykryć, odczuwanie, wyczuć, rozgaszczać, doświadczać, miewać, poczucie, dotykać, zwrot, czucie, czuć, czuć się, poczuć się, odczuć

αισθάνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érzék, érzet, érez, érzem, úgy érzi

αισθάνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
duymak, duyu, hissetmek, hissediyorum, hissedeceksiniz, hissetmiyorum, hissetmeye

αισθάνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
почуття, сенс, відчувати, відчути, щупати, глузд, відчуття, намацати, рація, почувати, почуватися, відчуватиме

αισθάνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndiej, ndihem, ndjehen, të ndjehen, ndjehen të

αισθάνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чувство, усещам, изпитвам, чувстват, се чувстват, чувствам

αισθάνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчуваць

αισθάνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tundma, katsuma, tähendus, meel, kobama, tunne, tunda, tunnevad, tunnete

αισθάνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osjetite, osjet, osjećaj, smjer, osjećamo, smislu, čitanje, osjećati, osjetiti, osjećaju, osjećate

αισθάνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skyn, þykja, finnst, finna, líða, líður, feel

αισθάνομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
voluntas, contrecto, sensus

αισθάνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
justi, prasmė, pajusti, jaustis, jaučiasi, jausti, jaučia

αισθάνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izjust, jēga, nozīme, justies, sajust, jūtas, jūtaties

αισθάνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чувствуваат, се чувствуваат, чувствувам, се чувствувам, чувствувате

αισθάνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
direcţie, simți, simt, simti, simtă, se simt

αισθάνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
občutek, počutim, počutijo, čutijo, počutite

αισθάνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tušiť, rozum, hmat, pocit, cítiť, zmysel

Στατιστικά δημοτικότητας: αισθάνομαι

Τυχαίες λέξεις