Wynagrodzić στα ελληνικά
Μετάφραση: wynagrodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμοιβή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciota στα ελληνικά - νεράιδα, τσιγάρο, αδελφή, μάγισσα, μαγισσών, μάγισσας, μάγισσα που
- gołębica στα ελληνικά - περιστέρι, περιστεριού, περιστερά, το περιστέρι, περιστεριών
- głosić στα ελληνικά - λέω, φωνή, εκφράζω, διακηρύξει, διακηρύσσουν, διακηρύξουν, διακηρύξουμε, ...
- herbatka στα ελληνικά - τσάι, τσαγιού, το τσάι, παροχές για τσάι, για τσάι
Τυχαίες λέξεις
Wynagrodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμοιβή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων
Μεταφράσεις: αμοιβή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, επιβράβευση, τρίτων