Wypracowany στα ελληνικά
Μετάφραση: wypracowany, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολύμοχθος, λεπτομερής, προσεγμένος, κοπιαστικός, περίτεχνος, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- analfabetyzm στα ελληνικά - αναλφαβητισμός, αναλφαβητισμού, του αναλφαβητισμού, αναλφαβητισμό, τον αναλφαβητισμό
- biosfera στα ελληνικά - βιόσφαιρα, βιόσφαιρας, της βιόσφαιρας, τη βιόσφαιρα, στη βιόσφαιρα
- dialektyk στα ελληνικά - διαλεκτικός φιλόσοφος, διαλεκτικός, διαλεκτικού
- idealny στα ελληνικά - ιδανικός, τελειοποιώ, τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
Τυχαίες λέξεις
Wypracowany στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολύμοχθος, λεπτομερής, προσεγμένος, κοπιαστικός, περίτεχνος, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει
Μεταφράσεις: πολύμοχθος, λεπτομερής, προσεγμένος, κοπιαστικός, περίτεχνος, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει