Λέξη: καθαρά
Σχετικές λέξεις: καθαρά
καθαρά δευτέρα έθιμα, καθαρά δευτέρα, καθαρά δευτέρα 2015, καθαρά δευτέρα 2013, καθαρά δευτέρα 2012, καθαρά χέρια, καθαρά δευτέρα αργία, καθαρά μικτά, καθαρά δευτέρα 2016, καθαρά δευτέρα 2014, καθαρά δευτερα
Συνώνυμα: καθαρά
εντελώς, σαφώς, φανερά, ολοφάνερα
Μεταφράσεις: καθαρά
καθαρά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clearly, visibly, net, clear, cleanly, clean
καθαρά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
claro, neto, red, neta, netos, red de
καθαρά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sichtlich, sichtbar, deutlich, klar, netto-, Netz, netto, Netto-, Internet
καθαρά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clair, visiblement, net, clairement, distinctement, nettement, lucidement, nette, filet, nets, nettes
καθαρά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sereno, chiaro, netto, rete, al netto, netta, net
καθαρά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
distinto, claramente, luminoso, claro, líquido, rede, líquida, net, líquidos
καθαρά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiver, klaar, helder, netto, uitgesproken, duidelijk, licht, net, de netto
καθαρά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
очевидно, понятно, толком, заметно, несомненно, ясно, чистый, нетто, чистая, сеть, сетка
καθαρά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klar, tydelig, net, netto, nettet, nett
καθαρά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
netto, ren, tydlig, net, nätet, nät
καθαρά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirkas, selkeä, helakka, selvästi, selvä, havainnollinen, valoisa, netto, net, liikevaihto, maaliin, verkko
καθαρά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
netto, nettet, net, mål, nettoprisen
καθαρά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jasně, zřetelně, viditelně, netto, síť, čistý, čisté, čistá
καθαρά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyraźnie, ewidentnie, jasno, prosto, widocznie, jednoznacznie, dostrzegalnie, netto, sieć, siatka, net, sieci
καθαρά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nettó, a nettó, net, háló, tiszta
καθαρά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
net, berrak, temiz, açık, ağ, file
καθαρά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видний, видимий, очевидний, очевидно, помітний, явний, ясно, чистий, чисте, чиста
καθαρά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qartë, neto, net, neto i, neto të, neto e
καθαρά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нето, нетен, нетната, нетна, нетно
καθαρά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ясни, чысты, чыстае, чыстую, чыстая
καθαρά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, võrk pakiruumis
καθαρά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pregledno, jasno, načisto, bistro, neto, Net, mreža, je neto, mreže
καθαρά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glöggt, gjörla, nettó, Net, hrein, hreinar, frádregnum
καθαρά στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
plane
καθαρά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neto, grynasis, grynoji, grynosios, grynojo
καθαρά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neto, tīkls, net, tīrā, tīro
καθαρά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нето, мрежа, мрежата, net
καθαρά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clar, net, netă, nete, net de, plasă
καθαρά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
net, neto, čisti, čista, mreža
καθαρά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samozrejme, netto, čistého, čistý, čisté, čistom vyjadrení
Στατιστικά δημοτικότητας: καθαρά
Τυχαίες λέξεις