Wyrywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλεύω, ξεριζώνω, σκαρφαλώνω, ξεφεύγω, διαταράσσω, μαδώ, τράβηγμα, αποσπώ, εκχύλισμα, δραπετεύω, αρπάζω, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Wyrywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bartłomiej στα ελληνικά - Bartłomiej, Ο Bartłomiej, τον Bartłomiej, του Bartłomiej, στον Bartłomiej
  • cętka στα ελληνικά - σημαδάκι, κηλίδα, στίγμα, κηλίδων, των κηλίδων
  • dodanie στα ελληνικά - πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
  • helikopter στα ελληνικά - πέλεκας, ελικόπτερο, ελικοπτέρου, ελικοπτέρων, ελικόπτερα, του ελικοπτέρου
Τυχαίες λέξεις
Wyrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλεύω, ξεριζώνω, σκαρφαλώνω, ξεφεύγω, διαταράσσω, μαδώ, τράβηγμα, αποσπώ, εκχύλισμα, δραπετεύω, αρπάζω, σχίσιμο, δάκρυ, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί