Wyrządzać στα ελληνικά

Μετάφραση: wyrządzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προξενώ, σκοπός, προκαλώ, αιτία, υπηρετώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Wyrządzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezbronny στα ελληνικά - αφοπλισμένος, άοπλος, ευάλωτος, ανυπεράσπιστος, ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, ...
  • dżul στα ελληνικά - μονάδα ενέργειας ή έργου, JOULE, του JOULE, το JOULE, προγράμματος JOULE
  • faszystowski στα ελληνικά - φασιστής, φασίστας, φασιστική, φασιστικό, φασιστικές, φασιστικής
  • inspirować στα ελληνικά - εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Wyrządzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προξενώ, σκοπός, προκαλώ, αιτία, υπηρετώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος