Λέξη: ξυράφι
Σχετικές λέξεις: ξυράφι
ξυράφι ξυρίσματος, ξυράφι για ξύρισμα, ξυράφι ή ξυριστική μηχανή, εκδόσεισ ξυράφι, ξυράφι dovo, ξυράφι κουρέματος, ξυράφι του όκαμ, ξυράφι καβάλα, ονειροκρίτης ξυράφι, ξυράφι ασφαλείασ
Συνώνυμα: ξυράφι
ξυριστική μηχανή, ξυριστής
Μεταφράσεις: ξυράφι
ξυράφι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
razor, razor blade, a razor, a razor blade
ξυράφι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
navaja, maquinilla de afeitar, de afeitar, razor, la maquinilla de afeitar
ξυράφι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rasiermesser, rasierer, Rasiermesser, Rasierer, Rasierapparat, Messer, gestochen
ξυράφι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rasoir, de rasoir, razor, rasage, le rasoir
ξυράφι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rasoio, di rasoio, razor, del rasoio, il rasoio
ξυράφι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nivelar, navalha, lâmina, razor, barbear, de barbear
ξυράφι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheermes, scheerapparaat, razor, scheermesje, scheermesjes
ξυράφι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
брить, бритва, бритвы, бритвой, бритву
ξυράφι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barberkniv, barberhøvel, razor, høvelen, kniv, barber
ξυράφι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rakkniv, rakhyvel, kniv, rakhyveln, razor
ξυράφι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
partaveitsi, partaterä, partahöylä, razor, partakoneen, partakone
ξυράφι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
barbermaskine, razor, barberkniv, skraber, barbermaskiner
ξυράφι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
břitva, holicí, holicí strojek, holicího strojku, jako břitva
ξυράφι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brzytwa, żyletka, golarka, z ostrzami, maszynki do golenia, razor, maszynki
ξυράφι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borotva, borotvát, borotvaéles, borotvapenge, borotvapengével
ξυράφι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ustura, jilet, traş makinesi, razor, tıraş
ξυράφι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знесення, бритва
ξυράφι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
brisk rroje, rroje, Razor, brisk, rroje me
ξυράφι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бръснач, самобръсначка, като бръснач, бръснарско, изключителна
ξυράφι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
брытва, лязо, навостраная, брытву
ξυράφι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
habemenuga, pardel, razor, noa, raseerija, terade
ξυράφι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
britva, žilet, brijač, brijača, razor
ξυράφι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rakvél, rakhnífur
ξυράφι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skustuvas, skustuvų, skustuvo, juostų pavidalo skustuvų, pavidalo skustuvų
ξυράφι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skuveklis, žiletes, razor, skuvekļa, valis
ξυράφι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брич, жилет, жилети, бодликава
ξυράφι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aparat de ras, ras, de ras, brici, razor
ξυράφι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razor, britev, britvica, britvico, kot britev
ξυράφι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žiletka, britva, britva a
Τυχαίες λέξεις