Wysilać στα ελληνικά
Μετάφραση: wysilać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διηθώ, ασκώ, αγωνίζομαι, στραμπουλίζω, τράβηγμα, τεντώνω, ζόρι, αγώνας, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- admonicja στα ελληνικά - παραίνεση, νουθεσία, συμβουλή, τη νουθεσία, νουθεσία του
- dekadent στα ελληνικά - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
- drapichrust στα ελληνικά - μπερμπάντης, απατεώνες, απατεώνων, αδίστακτος, παρίες, αδίστακτους
- dylatacja στα ελληνικά - διαστολή, διαστολής, διάταση, διάτασης, τη διαστολή
Τυχαίες λέξεις
Wysilać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διηθώ, ασκώ, αγωνίζομαι, στραμπουλίζω, τράβηγμα, τεντώνω, ζόρι, αγώνας, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Μεταφράσεις: διηθώ, ασκώ, αγωνίζομαι, στραμπουλίζω, τράβηγμα, τεντώνω, ζόρι, αγώνας, ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους