Wystający στα ελληνικά
Μετάφραση: wystający, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευδιάκριτος, διαπρεπής, διακεκριμένος, προεξέχοντα, προεξέχουν, προεξέχει, που προεξέχουν, προεξέχον
Μεταφράσεις
- afront στα ελληνικά - θίγω, μικρός, κόβω, λοιδορώ, κόψιμο, προπηλακίζω, ελαφρύς, ...
- apostolski στα ελληνικά - αποστολικός, αποστολική, αποστολικής, αποστολικό, αποστολικού
- balistyczny στα ελληνικά - βλήμα, βαλλιστικός, βαλλιστικών, βαλλιστική, βαλλιστικό, βαλλιστικούς
- gruzy στα ελληνικά - χαλάσματα, μπάζα, συντρίμμια, υπολείμματα, τα συντρίμμια, συντριμμιών, συντρίμματα
Τυχαίες λέξεις
Wystający στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευδιάκριτος, διαπρεπής, διακεκριμένος, προεξέχοντα, προεξέχουν, προεξέχει, που προεξέχουν, προεξέχον
Μεταφράσεις: ευδιάκριτος, διαπρεπής, διακεκριμένος, προεξέχοντα, προεξέχουν, προεξέχει, που προεξέχουν, προεξέχον