Wywróżyć στα ελληνικά
Μετάφραση: wywróżyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλέγω, προβλέπω, προμαντεύω, προφητέψουν, προλέγουν, προβλέψουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deistyczny στα ελληνικά - Θεϊστές, δυιστική
- dwuoczny στα ελληνικά - διοπτρικό, διόφθαλμη, διοφθαλμική, διοφθαλμικό, διοπτρική
- frantostwo στα ελληνικά - πανουργία, πονηρός, καπάτσος, κατεργαριά, ζαβολιά, παλιανθρωπιά
- gromadzić στα ελληνικά - συναρμολογώ, ανάχωμα, προστίθεμαι, μαζικός, αποθησαυρίζω, κομπόδεμα, πύλη, ...
Τυχαίες λέξεις
Wywróżyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλέγω, προβλέπω, προμαντεύω, προφητέψουν, προλέγουν, προβλέψουμε
Μεταφράσεις: προλέγω, προβλέπω, προμαντεύω, προφητέψουν, προλέγουν, προβλέψουμε