Λέξη: καμάρι

Σχετικές λέξεις: καμάρι

καμάρι σαντορίνη, καμάρι μου, καμάρι αρκαδίας, καμάρι κορινθίας, καμάρι σαντορίνης, καμάρι ξυλοκάστρου, καμάρι πήλιο, καμάρι πηλίου, καμάρι βοιωτίασ, καμάρι μαγνησίας

Μεταφράσεις: καμάρι

καμάρι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
son, pride, panache, Kamari, pride of, proudly

καμάρι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
penacho, hijo, orgullo, envanecimiento, estilo, garbo, panache, brillantez

καμάρι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rudel, stolz, hochmut, sohn, Schwung, Elan, Flair, panache, Bravour

καμάρι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fierté, gendre, orgueil, fils, garçon, morgue, gamin, arrogance, panache, brio, de panache, le panache, du panache

καμάρι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fierezza, figlio, orgoglio, figliolo, superbia, pennacchio, brio, panache, eleganza, destrezza

καμάρι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
picar, filho, orgulho, penacho, cocar, topete, panache, brio

καμάρι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoogmoed, zoon, trots, zwier, Panache, schwung, elan, van Panache

καμάρι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выходец, уроженец, горделивость, потомок, труженик, сын, гордость, самолюбие, сынок, амбиция, рисовка, щегольство, размахом, плюмаж, султан

καμάρι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sønn, stolthet, bravur, panache

καμάρι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stolthet, son, elegans, panache, bravur, panachen, karisma

καμάρι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poika, ylpeys, suuren maailman tyyli, elkeet, panache, varmuudella, suurta innostusta

καμάρι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
søn, finere madlavning, elegance, flot stil, flot gestus, storhed

καμάρι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zeť, hrdost, chlapec, hoch, syn, pýcha, nadutost, nafoukanost, Panache, švih, elegance, šmrnc

καμάρι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
duma, syn, zięć, chluba, honorowość, synek, szczycić, chełpić, pycha, pysznić, ostentacja, pióropusz, kita, Panache, polotu

καμάρι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
büszkeség, kevélység, tollforgó, panache, magabiztossággal, magabiztosságot sugároznak

καμάρι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kibir, oğul, gurur, gösteriş, Panache, caka, sorguç

καμάρι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виходець, уколи, сине, уродженець, синок, рисовка, малювання

καμάρι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krenari, biri, stil, pupël

καμάρι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
показност, замах, самоувереност, хъс, елегантност на

καμάρι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сын, рысоўку, рысоўкі, красы

καμάρι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uhkus, poeg, teatraalsusega, Panache, Suure maailma stiil, teatraalsust

καμάρι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponosom, sina, dika, sin, oholost, napon, ponos, zet, elan, perjanica, panache, polet

καμάρι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sonur, Panache

καμάρι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
puer, filius, superbia, natus

καμάρι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sūnus, Panache, Pióropusz, Buńczuk, Buńczuczność, Ostentacja

καμάρι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dēls, lieks greznojums, spalvu pušķis, Panache, Pašpārliecinātības

καμάρι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
самоувереност

καμάρι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mândrie, fiu, panaș, panache, pompon, panas, multă complexitate

καμάρι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sin, Elan, panache

καμάρι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pýcha, syn, Panache

Στατιστικά δημοτικότητας: καμάρι

Τυχαίες λέξεις