Zażyły στα ελληνικά
Μετάφραση: zażyły, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, οικείος, ενδόμυχος, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
Μεταφράσεις
- apelant στα ελληνικά - appealer
- bezcześcić στα ελληνικά - οργή, προσβολή, προπηλακίζω, βέβηλος, βέβηλο, βλάσφημο, βέβηλη, ...
- dwuwarstwowy στα ελληνικά - δίφυλλος, δύο στρωμάτων, δίφυλλων, δίφυλλη, δίφυλλου
- dziedziniec στα ελληνικά - προαύλιο, δικαστήριο, ερωτοτροπώ, αυλή, νεκροταφείο, αυλής, στην αυλή
Τυχαίες λέξεις
Zażyły στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, οικείος, ενδόμυχος, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
Μεταφράσεις: στενός, οικείος, ενδόμυχος, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο