Λέξη: βέλος
Σχετικές λέξεις: βέλος
βέλοσ του χρόνου, βέλος ευβοίας, βέλος πλούταρχος στίχοι, βέλος στα αγγλικά, βέλοσ κορινθίασ, βέλος κάμψης προβόλου, βέλος ονειροκρίτης, βέλος κάμψης, βέλος ιι (αντιτορπιλικό), βέλος παππάς
Συνώνυμα: βέλος
ακόντιο, σαΐτα, κεντρί, στέλεχος, αχτίδα, κοντάρι, ράβδος, άξων
Μεταφράσεις: βέλος
βέλος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dart, arrow, arrows, the arrow
βέλος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
saeta, dardo, flecha, arrow, la flecha
βέλος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeiger, satz, richtungspfeil, rasen, pfeil, Pfeil, arrow, Karten arrow
βέλος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indicateur, lance, lancer, javelot, projeter, flèche, darder, dard, coup, voler, lancement, projection, index, jet, flécher, fléchette, la flèche
βέλος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
freccia, strale, Forum, Vacanze, Voli per
βέλος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seta, flecha, arrow, Já esteve
βέλος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheut, pijl, arrow, pijl van, pijl van het
βέλος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вынестись, выноситься, стрела, вытачка, рвануться, шмыгнуть, стрелка, ринуться, дротик, спорхнуть, указатель, стрелка-указатель, помчаться, жало, стрелкой, стрелки, стрелку, со стрелкой
βέλος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pil, arrow, arrow Hotell, Kart, Flyreiser
βέλος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pil, rusa, arrow, arrow Resa, arrow Resa till, pilen
βέλος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiitää, liihotella, ampaista, nuoli, liihottaa, osoitin, lennähtää, arrow, nuolta
βέλος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arrow, pil
βέλος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oštěp, mrštit, střela, šipka, hod, vrhnout, metat, letět, šíp, hodit, arrow, šipky, šipkou
βέλος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzut, rzutek, gnać, strzała, rzutka, lecieć, ciskać, strzałka, oszczep, wpadać, rzucać, mapy arrow
βέλος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szökellés, nyíl, arrow, nyíl A, nyilat
βέλος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ok, arrow
βέλος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стрілка, жало, виточка, помчатися, стріла, стрільця, стрелка
βέλος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shigjetë
βέλος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стрела, стрелка, стрелката
βέλος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стрэлка, стралка
βέλος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õmblusvolt, viskenool, heitma, nool, arrow, noolt, nooleklahv
βέλος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strelica, strijela, arrow, strelicu, sa strelicom
βέλος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
arrow, ör
βέλος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
telum, spiculum, sagitta, jaculum
βέλος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rodyklė, strėlė, šaudyti, arrow, rodyklę, rodyklių
βέλος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bulta, bultiņa, arrow, bultu, bultiņas
βέλος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стрелата, arrow, стрелка
βέλος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
săgeată, săgeata
βέλος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šíp, šipka, arrow, puščico, s puščico, puščica
βέλος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šíp, šípka, šípku