Zawęzić στα ελληνικά

Μετάφραση: zawęzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
Zawęzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezecnik στα ελληνικά - παλιάνθρωπος, αχρείος, κάθαρμα, αχρείων, καθάρματος
  • bojar στα ελληνικά - Boyar, βογιάρο, βογιάρου, βογιάρους, τους βογιάρους
  • celownik στα ελληνικά - αναστεναγμός, όραση, όραμα, αναστενάζω, σκόπευτρο, εικονοσκόπιο, εικονοσκ πιο, ...
  • harcować στα ελληνικά - ανορθούμαι, υπερήφανος, κορδώνομαι, πήδημα ίππου, αναπηδώ
Τυχαίες λέξεις
Zawęzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, στενό, στενά, στενή, στενές