Λέξη: τρήμα
Σχετικές λέξεις: τρήμα
ισχιακό τρήμα, μεσοσπονδύλιο τρήμα, ινιακό τρήμα, σπονδυλικό τρήμα, τρήμα του winslow, ωοειδές τρήμα, οπτικό τρήμα, το τρήμα, τυφλό τρήμα, τρήμα του monro
Μεταφράσεις: τρήμα
τρήμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foramen, magnum, ovalis, shot hole, foramina
τρήμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
foramen, oval, agujero, orificio, del agujero
τρήμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Foramen, Foramens, Foramina, das Foramen
τρήμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ouverture, orifice, trou, percée, foramen, le foramen
τρήμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
forame, foramen, foro, del forame, forami
τρήμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
forame, forâmen, foramen, do forame, forame da
τρήμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
foramen, achterhoofdsgat, het foramen
τρήμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отверстие, затылочного отверстия
τρήμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foramen
τρήμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
foramen
τρήμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
forameniin, foramen, suuraukkojen
τρήμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foramen
τρήμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otvor, díra, foramen
τρήμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
otwór, Przetrwały otwór, foramen, otwór wielki, czyć otwór wielki
τρήμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
foramen, a foramen, nyitott foramen
τρήμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
foramen, foramenin
τρήμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отвір
τρήμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
foramen
τρήμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отверстие, форамен, изрезка, голямото тилово, преминава гръбначния, който преминава гръбначния
τρήμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адтуліну, адтуліна
τρήμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seemne, auk, foramen, või foramen, ovaalava, ava kohal
τρήμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
foramen, foramena, oko foramena, otvor često, foramenom
τρήμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
foramen
τρήμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanalas, foramen, dėmė
τρήμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvārsne, foramen
τρήμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
форамен, отворот, отвор, foramen, отворен форамен
τρήμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
foramen, foramenului, foramenul, găurii
τρήμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
foramen
τρήμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otvor, foramen