Zgęstnieć στα ελληνικά
Μετάφραση: zgęstnieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, πήζω, δένω, συμπύκτω δι 'εξατμίσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezowocność στα ελληνικά - ματαιοπονία, ματαιότητα, ματαιότητας, μάταιο, ανώφελο
- dynamiczność στα ελληνικά - δυναμισμός, δυναμισμό, δυναμισμού, δυναμική, το δυναμισμό
- erekcja στα ελληνικά - ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
- impet στα ελληνικά - ορμή, δυναμική, ώθηση, ορμής, δυναμικής
Τυχαίες λέξεις
Zgęstnieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πήζω, δένω, συμπύκτω δι 'εξατμίσεως
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πήζω, δένω, συμπύκτω δι 'εξατμίσεως