Λέξη: παρηγοριά

Σχετικές λέξεις: παρηγοριά

παρηγοριά στον άρρωστο, παρηγοριά στο θάνατο, παρηγοριά συνώνυμα, παρηγοριά χανίων, παρηγοριά στους πενθούντες, θάνατος παρηγοριά, παρηγοριά στον ανιψιό, παρηγοριά english, παρηγοριά λεξικό, παρηγοριά χανιά

Συνώνυμα: παρηγοριά

ανακούφιση, άνεση, κουράγιο, κομφόρ

Μεταφράσεις: παρηγοριά

παρηγοριά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
solace, comfort, consolation, comforted, consoled

παρηγοριά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
solaz, consolar, consuelo, comodidad, confort, la comodidad, el confort

παρηγοριά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trost, trösten, Komfort, bequem, Bequemlichkeit

παρηγοριά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consolation, apaiser, allégeance, conforter, réconfort, consoler, réconforter, confort, le confort, de confort, un confort

παρηγοριά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consolazione, confortare, conforto, consolare, comfort, comodità, il comfort, di comfort

παρηγοριά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alívio, conforto, o conforto, de conforto, comodidade, consolo

παρηγοριά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
troost, heul, vertroosting, comfort, Comfort van, Comfort van de, het comfort

παρηγοριά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утешение, утеха, утешать, успокаивать, комфорт, Comfort, комфорта, удобство, удобства

παρηγοριά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trøst, komfort, komforten, Comfort

παρηγοριά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tröst, trösta, komfort, Comfort, bekvämlighet, komforten

παρηγοριά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lohduttaminen, lohdutus, mukavuus, Comfort, mukavuutta, mukavuuden, mukavasti

παρηγοριά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
komfort, Comfort, komforten, trøst

παρηγοριά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uchlácholit, utěšit, utěšovat, potěšit, útěcha, pohodlí, komfort, komfortní, komfortu, potěšuj

παρηγοριά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osłoda, pocieszać, ukojenie, ulga, pocieszenie, komfort, wygoda, pociecha, komfortu

παρηγοριά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kényelem, kényelmet, komfort, kényelmes, kényelmét

παρηγοριά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teselli, konfor, Comfort, konforu, rahatlık, rahat

παρηγοριά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утіха, комфорт, комфорту

παρηγοριά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rehati, ngushëllim, komoditetin, komoditet, ngushëllimi

παρηγοριά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
утешение, комфорт, удобство, удобства, комфорта, уют

παρηγοριά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камфорт

παρηγοριά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lohutus, trööst, mugavus, Comfort, mugavuse, mugavust, mugavalt

παρηγοριά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utješiti, ohrabrenje, utjeha, udobnost, komfor, Comfort, udobnost sobe

παρηγοριά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hughreysting, þægindi, Comfort, herbergis, huggun

παρηγοριά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komfortas, Comfort, komfortą, komfortiškos, patogumas

παρηγοριά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mierināšana, komforts, komfortu, komforta, comfort, Zīmola Comfort

παρηγοριά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
удобност, комфор, комфорт, удобноста, утеха

παρηγοριά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consola, alinare, consolare, confort, confortul, de confort, un confort, comfort

παρηγοριά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
udobje, comfort, udobnost, udobja, udobne

παρηγοριά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
utešiť, pohodlie, pohodlia, pohodlí, komfort, pohodliu
Τυχαίες λέξεις