Apêndice στα ελληνικά

Μετάφραση: apêndice, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράρτημα, προσάρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος
Apêndice στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apto. στα ελληνικά - ταιριάζει, τακτοποίηση, εφαρμογή, κατάλληλα, κατάλληλο
  • apurar στα ελληνικά - βελτιώνω, ραφινάρω, διαλέγω, διερευνήσει, διερεύνηση, να διερευνήσει, ερευνήσει, ...
  • apólice στα ελληνικά - κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, πολιτική, πολιτικής, την πολιτική, της πολιτικής, ...
  • após στα ελληνικά - περασμένος, παρελθόν, μετά, μεταγενέστερα, έπειτα, κατόπιν, μετά από, ...
Τυχαίες λέξεις
Apêndice στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράρτημα, προσάρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος