Esquimó στα ελληνικά

Μετάφραση: esquimó, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδικά, εσκιμώος, eskimo, Εσκιμώων, των Εσκιμώων, Εσκιμώο
Esquimó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • esquife στα ελληνικά - φέρετρο, κιβούρι, κάσα, νεκροφόρα, Bier
  • esquilo στα ελληνικά - σκίουρος, σκίουρο, σκίουρου, σκιούρων
  • esquina στα ελληνικά - στριμώχνω, γωνία, εστία, εστία του, κόρνερ, γωνιά
  • esquisito στα ελληνικά - παράξενος, εκκεντρικός, ιδιόμορφος, παράδοξος, αδερφή, ιδιότροπος, ρούμι, ...
Τυχαίες λέξεις
Esquimó στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδικά, εσκιμώος, eskimo, Εσκιμώων, των Εσκιμώων, Εσκιμώο