Λέξη: υπάγω
Σχετικές λέξεις: υπάγω
υπάγω συνώνυμα, παράγω στα αγγλικά, υπάγω αρχικοί χρόνοι
Συνώνυμα: υπάγω
πάω, πηγαίνω, συμπεριλαμβάνω
Μεταφράσεις: υπάγω
υπάγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
class, go, subsume, I go, I am going, am going
υπάγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
curso, clase, categoría, ir, vaya, ir a, pasar, seguir
υπάγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klassifizieren, baureihe, lehrveranstaltung, ordnen, klasse, kategorie, stand, kurs, sortieren, kursus, gehen, zu gehen, gehen Sie, go
υπάγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
classe, taux, classifier, cours, classer, leçon, catégorie, arranger, traitement, aller, passer, allez, rendre, faire
υπάγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
categoria, corso, classe, ceto, andare, vai, passare, andare a, fare
υπάγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
classe, categoria, ir, vá, vão, passar, ir para
υπάγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stand, classificeren, categorie, indelen, klasse, klas, gaan, ga, naar, te gaan, gaat
υπάγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соглашатель, разрядный, сословие, класс, сорт, классифицировать, кружок, отличие, занятие, качество, урок, курс, классный, категория, вид, группа, идти, перейти, пойти, идут, ехать
υπάγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klasse, gå, går, dra, å gå, reise
υπάγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kategori, klass, gå, går, åka, att gå, go
υπάγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laji, kategoria, sääty, luokka, oppitunti, laatu, kurssi, mennä, mene, siirry, menevät, lähteä
υπάγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klasse, gå, går, at gå, tage, go
υπάγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přednáška, lekce, hodina, vyučování, kurs, třída, kategorie, ročník, jít, přejděte, přejít, go, jet
υπάγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lekcja, zaszeregować, sfera, kurs, gromada, segregować, klasowy, autorament, podciągać, klasyfikować, iść, pójść, chodzić, pojechać, przejdź
υπάγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
óra, korosztály, tanfolyam, tanóra, évfolyam, megy, menni, menjen, menj, itt
υπάγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kategori, sınıf, gitmek, gidin, gidip, go, dönmek
υπάγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
класовий, категорія, якість, класифікувати, клас, йти, іти
υπάγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klasë, shkoj, shkojnë, shkoni, të shkojnë, shkuar
υπάγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отивам, ходя, отидете, проверете, отида
υπάγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ісці, ісьці
υπάγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klass, tund, minema, minna, Otsi, lähe, lähevad
υπάγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razvrstati, kakvoća, razred, ići, otići, ide, idite, idu
υπάγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flokka, bekkur, fara, að fara, farið, ferð, fara í
υπάγω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
numerus, ordo
υπάγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kategorija, klasė, eiti, pereiti, eikite, go, nukeliauti
υπάγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kategorija, klase, iet, doties, iet uz, aiziet, dodieties
υπάγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оди, одат, одите, одам, одиме
υπάγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sorta, clasă, categorie, merge, meargă, mergi, a merge
υπάγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ročník, razred, go, pojdi, iti, pojdite, gredo
υπάγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ročník, kvalita, ísť