Evidentemente στα ελληνικά
Μετάφραση: evidentemente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαινομενικά, εμφανώς, περίπτωση, προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
Μεταφράσεις
- evidenciar στα ελληνικά - απόδειξη, προφανής, μαρτυρία, αποδείξεις, στοιχεία, εναργής, αποδεικτικό στοιχείο, ...
- evidente στα ελληνικά - κάμπος, σατανικός, πεδιάδα, έκδηλος, φαινομενικός, σκέτος, εναργής, ...
- evitar στα ελληνικά - αποτιμώ, εμποδίζω, προηγούμενος, προλαβαίνω, αποτρέπω, αποφεύγω, αποφύγετε, ...
- evite στα ελληνικά - αποφεύγω, αποφύγετε, αποφευχθούν, αποφύγει, αποφυγή, αποφύγουν
Τυχαίες λέξεις
Evidentemente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαινομενικά, εμφανώς, περίπτωση, προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
Μεταφράσεις: φαινομενικά, εμφανώς, περίπτωση, προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι