Λέξη: ευπαθής
Σχετικές λέξεις: ευπαθής
ευπαθήσ κοινωνικέσ ομάδεσ, ευπαθής συνώνυμο, ευπαθής ομάδες
Μεταφράσεις: ευπαθής
ευπαθής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
susceptible, frail, delicate, vulnerable, fragile
ευπαθής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impresionable, susceptible, frágil, frágiles, débil, débiles, delicada
ευπαθής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfänglich, anfällig, zerbrechlich, gebrechlich, schwach, gebrechliche, gebrechlichen
ευπαθής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rescapé, sensible, passible, impressionnable, survivant, fragile, frêle, fragiles, frêles, faible
ευπαθής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
suscettibile, fragile, gracile, fragili, debole, deboli
ευπαθής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frágil, frágeis, frágil, fraco, débil
ευπαθής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwak, teer, zwakke, broos, broze
ευπαθής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обидчивый, влюбчивый, оскорбительный, впечатлительный, обидный, поддающийся, восприимчивый, хрупкий, хрупкая, хрупким, хрупкой, хилый
ευπαθής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skrøpelig, skrøpelige, svake, frail, skjøre
ευπαθής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mottaglig, bräcklig, skör, bräck, svaga, bräckliga
ευπαθής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastustuskyvytön, vastaanottava, altis, herkkä, heiveröinen, hauras, frail, heikko, hauraita
ευπαθής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrøbelig, skrøbelige, svagelige, svage, skrøbeligt
ευπαθής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vnímavý, citlivý, křehký, slabý, křehká, křehké, křehkého
ευπαθής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obraźliwy, drażliwy, czuły, wrażliwy, podatny, słaby, wątły, krucha, kruche, kruchy
ευπαθής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
képes, hajlamos, törékeny, gyenge, legyengült, esendő, gyenge egészségű
ευπαθής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çelimsiz, zayıf, kırılgan, güçsüz, narin
ευπαθής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чутливий, сприйнятливий, вразливий, дошкульний, тендітний, крихкий, хиткий, тендітна
ευπαθής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i brishtë, dobët, i dobët, brishtë, e brishtë
ευπαθής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крехък, немощен, крехко, крехка, крехко здраве
ευπαθής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
далікатны, крохкі, кволы
ευπαθής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aldis, järeleandlik, põdurate, habras, nõrgestatud organismiga, nõrk
ευπαθής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijemčiv, osjetljiv, nježan, slab, krhko, krhka, krhki
ευπαθής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veikburða
ευπαθής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnas, silpnų, silpnų žmonių, silpni
ευπαθής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vārīgs, nestiprs, slimīgi, slimīgu, vārgi
ευπαθής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изнемоштените, изнемоштени, кревката, изнемоштено, нежни
ευπαθής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fragil, fragilă, fragila, firav, slab
ευπαθής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slabotnih, slabotni, nebogljena, slabotna
ευπαθής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
citlivý, krehký, krehké, zraniteľný
Τυχαίες λέξεις