Investir στα ελληνικά
Μετάφραση: investir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Μεταφράσεις
- investigação στα ελληνικά - πρόσκληση, διερεύνηση, εξερεύνηση, έρευνα, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, ...
- investimentos στα ελληνικά - επενδύσεις, επενδύσεων, οι επενδύσεις, τις επενδύσεις, επενδύσεις που
- invocar στα ελληνικά - μπλέκω, εμπλέκω, περιλαμβάνω, επικαλούμαι, εμπλέκομαι, επικαλούνται, επικαλεστεί, ...
- involuntário στα ελληνικά - ένωση, σωματειακός, ακούσιος, ακούσια, ακούσιες, ακούσιας, ακουσίων
Τυχαίες λέξεις
Investir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτούμαι, διορίζομαι, επενδύω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν