Nó στα ελληνικά

Μετάφραση: nó, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάνω, ανοιχτός, ανοίγω, ανοικτός, σε, εγκαινιάζω, επί, κατά, για, σχετικά
Nó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nivelar στα ελληνικά - ισοπεδώνω, ξυράφι, κατεδαφίζω, επίπεδο, επιπέδου, το επίπεδο, επίπεδα
  • nivele στα ελληνικά - ακόμα, βράδι, ίσος, βράδυ, ξεπλύνετε, φλος, flush, ...
  • nobre στα ελληνικά - αβρός, συμπαγής, άξιος, στερεός, κανείς, ευγενής, ευγενή, ...
  • nocividade στα ελληνικά - ενόχληση, πόνος, σκοτίζομαι, ενοχλώ, κόπος, μπελάς, ενοχλούμαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Nó στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάνω, ανοιχτός, ανοίγω, ανοικτός, σε, εγκαινιάζω, επί, κατά, για, σχετικά