Suspensórios στα ελληνικά

Μετάφραση: suspensórios, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποψία, υπόνοια, τιράντες, σιδεράκια, στηρίγματα, άγκιστρα, αγκύλες
Suspensórios στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • suspender στα ελληνικά - ανυψώνω, υψώνω, ασανσέρ, αναστέλλω, αναστηλώνω, μεγαλώνω, σηκώνω, ...
  • suspensão στα ελληνικά - σταματώ, διάλλειμα, ανάπαυλα, ανακοπή, διακόπτω, διάλειμμα, διακοπή, ...
  • suspirar στα ελληνικά - αναστενάζω, αναστεναγμός, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό, ανάσα
  • suspiro στα ελληνικά - αναπνοή, ανάσα, αναστεναγμός, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό
Τυχαίες λέξεις
Suspensórios στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποψία, υπόνοια, τιράντες, σιδεράκια, στηρίγματα, άγκιστρα, αγκύλες