Λέξη: αποπληκτικός

Συνώνυμα: αποπληκτικός

πνιγηρός, μεγαλομανής, πνιγερός, μουτρωμένος, πνικτικός

Μεταφράσεις: αποπληκτικός

αποπληκτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apoplectic, stuffy

αποπληκτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mal ventilado, cargado, tapada, congestionada, congestión

αποπληκτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stickig, verstopfte, stickigen, stickige, stuffy

αποπληκτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apoplectique, bouché, étouffant, étouffante, guindé, congestion

αποπληκτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiuso, soffocante, formale, stuffy

αποπληκτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abafado, todas as, entupido, stuffy, abafada

αποπληκτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benauwd, verstopte, bedompt, bedompte, benauwde

αποπληκτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
апоплексический, больной, душный, душно, заложенный, заложенность

αποπληκτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trykkende, prippen, innestengt, tett, kvalm

αποπληκτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stuffy, täppt, kvavt, instängt, kvav

αποπληκτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tukkoinen, stuffy, tukkoisuus, tunkkainen, tunkkaiselta

αποπληκτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indelukket, snerpet, indelukkede, tilstoppet, stoppet

αποπληκτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
apoplektický, mrtvicový, ucpaný, dusno, dusný, zatuchlý, vydýchaný

αποπληκτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
duszny, niedrożny, nudny, duszno, duszne

αποπληκτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gutaütéses, dohos, fülledt, orrdugulás, eldugult, a fülledt

αποπληκτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
havasız, tıkalı, havasız bir, stuffy

αποπληκτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апоплексичний, задушливий, душний, задушливе, задушливого, паркий

αποπληκτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bajat, mbytës, zihet fryma, të zihet fryma, paajër

αποπληκτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
застоял, задушен, запушен, задушно, скучен

αποπληκτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
душны, душнае, задушлівы

αποπληκτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
apoplektiline, marus, ajurabanduses, umbne, tuim, kinnine, ninakinnisus

αποπληκτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paraliziran, sparan, začepljen, dosadan, zagušljiv, zagušljivo

αποπληκτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
loftlaus, stífla, stíflað, nefstífla, stífla í

αποπληκτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvankus, troškus, neįdomus, išdidus, paniuręs

αποπληκτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smacīgs, garlaicīgs, aizlikts, aizlikts deguns

αποπληκτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заостанато, затнат, загушлива, застоен, спарно

αποπληκτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
neventilat, înfundat, infundat, stuffy, nas înfundat

αποπληκτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zamašen, zamašen nos, zatohel, zatohlo, zadušljivo

αποπληκτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
upchatý, upchaný, zanesený, zapchatý, upchaté
Τυχαίες λέξεις