Loc στα ελληνικά

Μετάφραση: loc, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθίζω, εντοπίζω, σπυρί, βούλα, κάθισμα, μέρος, θέση, τόπος, τόπο, χώρα
Loc στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • livrare στα ελληνικά - παράδοση, παραλαβή, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
  • lizibil στα ελληνικά - έκδηλος, ελευθερώνω, εναργής, διαυγής, αναγνώσιμος, ευανάγνωστος, αναγνώσιμη, ...
  • local στα ελληνικά - τοπικός, τοπικές, τοπικό, τοπικών, τοπική
  • localitate στα ελληνικά - τοποθεσία, θέσης, περιοχή, τόπο, τοποθεσίας
Τυχαίες λέξεις
Loc στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθίζω, εντοπίζω, σπυρί, βούλα, κάθισμα, μέρος, θέση, τόπος, τόπο, χώρα