Rom στα ελληνικά

Μετάφραση: rom, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που
Rom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • roi στα ελληνικά - ντομάτα, σμήνος, πλήθος, σμήνους, σμήνο, swarm
  • rol στα ελληνικά - λειτουργία, μερίδιο, χρήση, χαρακτήρας, δεξίωση, χρησιμοποιώ, λειτουργώ, ...
  • roman στα ελληνικά - καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
  • romantic στα ελληνικά - ερωτικός, ρομαντικός, ρομαντικό, ρομαντική, ρομαντικές, ρομαντικά
Τυχαίες λέξεις
Rom στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρούμι, το ρούμι, ρουμιού, ρούμι που