Автопарк στα ελληνικά
Μετάφραση: автопарк, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στόλος, κούρσα, νηοπομπή, στόλου, στόλο, του στόλου, στόλων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автономный στα ελληνικά - αυτόνομος, αυτόνομη, αυτόνομων, αυτόνομα, αυτόνομες, αυτόνομο
- автопансионат στα ελληνικά - avtopansionat
- автопилот στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματο πιλότο, αυτόματου πιλότου, αυτόματος πιλότος, του αυτόματου πιλότου
- автопогрузчик στα ελληνικά - autoloader, μηχανισμό αυτόματης φόρτωσης, μηχανισμού αυτόματης φόρτωσης, μηχανισμός αυτόματης φόρτωσης, αυτόματης φόρτωσης
Τυχαίες λέξεις
Автопарк στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στόλος, κούρσα, νηοπομπή, στόλου, στόλο, του στόλου, στόλων
Μεταφράσεις: στόλος, κούρσα, νηοπομπή, στόλου, στόλο, του στόλου, στόλων