Бензовоз στα ελληνικά
Μετάφραση: бензовоз, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, δεξαμενόπλοιο, δεξαμενόπλοιου, δεξαμενόπλοια, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοφόρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензин στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
- бензобак στα ελληνικά - βενζίνη, ρεζερβουάρ βενζίνης
- бензоколонка στα ελληνικά - σταθμός, βενζινάδικο, πρατήριο καυσίμων, πρατήριο, πρατήριο βενζίνης, βενζινάδικα
- бензол στα ελληνικά - βενζόλιο, βενζολίου, το βενζόλιο, βενζίνη, βενζολο
Τυχαίες λέξεις
Бензовоз στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, δεξαμενόπλοιο, δεξαμενόπλοιου, δεξαμενόπλοια, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοφόρου
Μεταφράσεις: βενζίνη, δεξαμενόπλοιο, δεξαμενόπλοιου, δεξαμενόπλοια, πετρελαιοφόρο, πετρελαιοφόρου