Беспросветный στα ελληνικά

Μετάφραση: беспросветный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαύρος, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
Беспросветный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспроволочный στα ελληνικά - ασύρματο, ασύρματος, ασύρματη, ασύρματου, ασύρματης
  • беспроигрышный στα ελληνικά - ασφαλής, σίγουρος, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
  • беспроцентный στα ελληνικά - άτοκα, άτοκο, άτοκες, άτοκων, άτοκη
  • беспутник στα ελληνικά - besputnik
Τυχαίες λέξεις
Беспросветный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαύρος, απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη