Λέξη: γένια

Σχετικές λέξεις: γένια

γένια καλαμποκιού, γένια στο προσωπο, γένια στα αγγλικα, γένια 3 ημερών, γένια περιποιηση, γένια στους αντρες, γένια στυλ, γένια ονειροκρίτης, γένια ηλικια, γένια μεταφραση

Συνώνυμα: γένια

καλάμη στάχυος, καλαμιά

Μεταφράσεις: γένια

γένια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stubble, beard, beards, generic, a beard

γένια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rastrojo, rastrojos, stubble, rastrojo de, el rastrojo

γένια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stoppel, Stoppel, Stoppeln, stubble

γένια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaume, éteule, chaumes, du chaume, le chaume, de chaume

γένια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stoppia, barba incolta, stoppie, stubble, Aratri stoppiatori

γένια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restolho, stubble, palha, barba, o restolho

γένια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stoppels, stoppel, stoppelveld, stoppelen, stoppelbaard

γένια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жнивье, щетина, стерня, стерни, для пожнивной обработки, как солома

γένια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
halm, stubbene, skjeggstubbene, skjeggstubber, som halm

γένια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stubb, stubben, skäggstubb, stubbe

γένια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sänki, sängen, parransänki, oljenkorsia, sänkeä

γένια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stubbe, skægstubbe, stub, stubben, Halm

γένια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strniště, Diskové, Použité Diskové, strništěm, Diskové podmítače

γένια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczecina, rżysko, ściernisko, zarost, cierń, broda, ścierń, jeż, ścierniska, stubble

γένια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tarló, borostát, borostás, borosta, a tarló

γένια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anız, anıza, stubble, anız bozma

γένια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щетина, жнива, стерня, щетину

γένια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kashtë, kallamishtet, si kallamishtet, kashtë e

γένια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стърнище, плява, стърнища, стърнищата, на стърнищата

γένια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчацінне, шчаціна, шчэць

γένια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrretüügas, maal, kõrrepõllul, habemetüügas, kõrred

γένια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strnjika, pljeve, dlačice, strnjike, slamu

γένια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stubble, hálmleggja

γένια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ražiena, ražienų, ražienos, ražienų naudojimas, barzdą

γένια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rugāji, rugaines, rugāju, rugājus, bārdas rugājus

γένια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стрниште, слама, стрништа, како слама, сламата

γένια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
miriște, miriștea, miriște Second Hand, de miriște Second Hand, de miriște

γένια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
strnišče, strnišča, strniščni, stubble, dlačice

γένια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strnisko, strniska

Στατιστικά δημοτικότητας: γένια

Τυχαίες λέξεις