Бессемянный στα ελληνικά

Μετάφραση: бессемянный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγονος, άκαρπος, στείρος, άσπορος, χωρίς κουκούτσια, χωρίς σπόρους, αγίγαρτες, χωρίς κουκούτσι
Бессемянный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бессвязный στα ελληνικά - ασυνάρτητος, άνετος, εύκολος, απλωμένος, πεζοπορία, rambling, φλύαρες
  • бессемерование στα ελληνικά - χτύπημα, φυσώ, Bessemer, Τόμας, Bessemer ήταν, Τόμας είναι απηρχαιωμένη, Bessemer ήταν ο
  • бессердечие στα ελληνικά - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
  • бессердечность στα ελληνικά - αναισθησία, αναλγησία, αναισθησίας, την αναλγησία, πώρωση
Τυχαίες λέξεις
Бессемянный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγονος, άκαρπος, στείρος, άσπορος, χωρίς κουκούτσια, χωρίς σπόρους, αγίγαρτες, χωρίς κουκούτσι