Λέξη: θανατηφόρος
Σχετικές λέξεις: θανατηφόρος
θανατηφόρος ένεση, θανατηφόρος ιός mers, θανατηφόρος βοηθός, θανατηφόροσ πυρετόσ, θανατηφόρος οικογενής αϋπνία, θανατηφόρος συνώνυμα, θανατηφόροσ μεταδοτικόσ ιόσ ύποπτοσ για το θάνατο 13χρονου στην κύπρο, θανατηφόρος πυρετός στίχοι, θανατηφόρος πυρετός-μελίνα τανάγρη, θανατηφόρος ιός
Συνώνυμα: θανατηφόρος
μοιραίος, καίριος, θανάσιμος, φονικός, αμείλικτος, αδυσώπητος, θανατικός
Μεταφράσεις: θανατηφόρος
θανατηφόρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fatal, lethal, deadly, a fatal
θανατηφόρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mortal, fatal, letal, letales, mortales
θανατηφόρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
katastrophal, schwerwiegend, schlimm, tödlich, schicksalhaft, tödliche, tödlichen, letale, letalen
θανατηφόρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mortel, fatal, désastreux, funeste, fatidique, meurtrier, létal, létale, mortelle, meurtrière
θανατηφόρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatale, mortale, letale, letali, mortali, micidiale
θανατηφόρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
letal, letais, mortal, fatal
θανατηφόρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noodlottig, dodelijk, dodelijke, letale, lethale, letaal
θανατηφόρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смертельный, фаталистический, неизбежный, роковой, губительный, смертоносный, неминуемый, смертный, пагубный, летальный, гиблый, гибельный, фатальный, смертельным, смертельная, летальная, летальным
θανατηφόρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjebnesvanger, drepende, dødelig, dødelige, letal, letale, livsfarlig
θανατηφόρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dödlig, letal, dödliga, dödligt, dödande
θανατηφόρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tappava, kohtalokas, kuolettava, tappavia, tappavan, tappavien, letaali
θανατηφόρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dødbringende, dødelig, dødelige, letal, letale
θανατηφόρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vražedný, zhoubný, osudný, smrtelný, osudový, fatální, smrtící, letální, smrtelná, smrtelné
θανατηφόρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieuchronny, śmiertelny, fatalny, zgubny, śmiercionośny, zabójczy, śmiertelne, śmiertelna
θανατηφόρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fatális, halálos, letális, halált okozó, a halálos, halálos kimenetelű
θανατηφόρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölümcül, öldürücü, ölümcül bir, letal, öldürücü bir
θανατηφόρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неминучий, згубний, смертельний, фатальний, летальний
θανατηφόρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vdekjeprurës, vdekjeprurëse, vdekjeprurese, letale, vdekje prurës
θανατηφόρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смъртоносен, смъртоносна, смъртоносно, летална, летален
θανατηφόρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лятальны, смяротны, смяротных, лятальнага, летальны
θανατηφόρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saatuslik, surmav, surmava, letaalse, letaalne, letaalset
θανατηφόρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koban, kobne, kobno, smrtonosan, smrtonosna, smrtonosno, smrtonosne, smrtonosni
θανατηφόρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
banvænt, hættulegri, banvænn, banvæn, heppnir
θανατηφόρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mirtinas, mirtina, mirtinos, mirtiną, mirti
θανατηφόρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nāvējošs, letālā, nāvējoši, letāla, letālo
θανατηφόρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смртоносен, смртоносни, смртоносно, смртоносна, смртоносната
θανατηφόρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mortal, letale, letală, letal, letala
θανατηφόρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fatální, lethal, smrtonosna, smrtonosen, smrtna, smrtonosno
θανατηφόρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smrteľný, smrteľné, smrteľná, fatálny, smrtelný
Τυχαίες λέξεις