Бомбометатель στα ελληνικά

Μετάφραση: бомбометатель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
Бомбометатель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бомбить στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
  • бомбометание στα ελληνικά - βομβαρδισμός, βομβιστική επίθεση, βομβαρδισμούς, βομβαρδισμό, βομβαρδισμού
  • бомбосбрасыватель στα ελληνικά - μηχανισμός απελευθέρωσης, μηχανισμού απελευθέρωσης των
  • бомбоубежище στα ελληνικά - καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
Τυχαίες λέξεις
Бомбометатель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων