Ввозить στα ελληνικά

Μετάφραση: ввозить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, φυτεύω, εργοστάσιο, φυτό, συστήνω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Ввозить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ввоз στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
  • ввозимый στα ελληνικά - εισάγονται, να εισάγονται, δυνατόν να εισάγονται, είναι δυνατόν να εισάγονται, εισαχθεί ως
  • ввысь στα ελληνικά - πάνω, άνω, επάνω, μέχρι, έως, up
  • ввязывать στα ελληνικά - πλέκω, ζαρώνω, θρέφω, tying-
Τυχαίες λέξεις
Ввозить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, φυτεύω, εργοστάσιο, φυτό, συστήνω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές