Вкрадчивость στα ελληνικά
Μετάφραση: вкрадчивость, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαινιγμός, νύξη, Suavity
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вкось στα ελληνικά - στραβά, πλαγίως, πλάγια, πλάι, τα πλάγια, πλευρικά
- вкрадчиво στα ελληνικά - suavely
- вкрадчивый στα ελληνικά - φίνος, απαλός, άνοστος, εκλεπτυσμένος, στιλπνός, λεπτός, λιπαρός, ...
- вкрадываться στα ελληνικά - κόλακας, σέρνομαι, έρπω, κλίνουν, περάσει στο, παρεισφρήσουν, σέρνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Вкрадчивость στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαινιγμός, νύξη, Suavity
Μεταφράσεις: υπαινιγμός, νύξη, Suavity