Возделывать στα ελληνικά

Μετάφραση: возделывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατρέφω, θεραπεύω, επεξεργάζομαι, μέχρι, σκαλίζω, καλλιεργώ, πισινός, μεταχειρίζομαι, κέρασμα, κατεργάζομαι, διαδικασία, ταμείο, κερνώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε
Возделывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возделать στα ελληνικά - θεραπεύω, επεξεργάζομαι, κερνώ, μέχρι, σκαλίζω, ταμείο, κέρασμα, ...
  • возделывание στα ελληνικά - πολιτισμός, καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
  • воздержавшийся στα ελληνικά - απείχαν, αποχή, απείχε, απείχα, απείχαμε
  • воздержание στα ελληνικά - εγκράτεια, μετριοπάθεια, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
Τυχαίες λέξεις
Возделывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατρέφω, θεραπεύω, επεξεργάζομαι, μέχρι, σκαλίζω, καλλιεργώ, πισινός, μεταχειρίζομαι, κέρασμα, κατεργάζομαι, διαδικασία, ταμείο, κερνώ, καλλιεργούν, καλλιεργήσει, καλλιεργήσουν, καλλιεργηθείτε