Λέξη: αναλυτής

Σχετικές λέξεις: αναλυτής

αναλυτής ούρων, αναλυτής ερευνών αγοράς, αναλυτής ενέργειας, αναλυτής καυσαερίων, αναλυτής αειφόρου ανάπτυξης, αναλυτής αερίων αίματος, αναλυτής καθαρότητας νερού, αναλυτής δεδομένων, αναλυτής συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, αναλυτής φάσματος

Μεταφράσεις: αναλυτής

αναλυτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
analyst, analyzer, an analyst, analyst at, analyte

αναλυτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
analista, analista de, el analista, el analista de, analistas

αναλυτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
analytiker, problemanalytiker, psychoanalytiker, analyst, chemiker, organisator, laborchemiker, Analytiker, Analyst, Analysten

αναλυτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
psychanalyste, analyste, analystes, l'analyste, analyste de, qu'analyste

αναλυτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
analista, Analyst, dell'analista, analista di, l'analista

αναλυτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
analista, analista de, Analyst, o analista, analista da

αναλυτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
analist, analyst, analyticus, analisten

αναλυτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аналитик, лаборант-химик, психиатр, аналитика, аналитиком, аналитиков

αναλυτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
analytiker, analytikeren

αναλυτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
analytiker, analytikern

αναλυτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
psykoanalyytikko, analyytikko, analyytikon, analyytikoille, analyytikkona, analyytikkotilaisuus

αναλυτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
analytiker, analytikeren, analytikermøde, er analytiker

αναλυτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
analytik, analytička, analytika, analytikem

αναλυτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
psychoanalityk, analityk, analityka, analitykiem, analityków

αναλυτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elemző, elemzője, analitikus, elemzői, vizsgáló

αναλυτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
analist, analisti, analistin, analistlerinden, analizcisi

αναλυτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аналітик, коментатор, психіатр, аналитик

αναλυτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
analist, analisti, analist i, analisti i, analiste

αναλυτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аналитик, анализатор, анализаторът, анализатор на, анализатори

αναλυτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аналітык

αναλυτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
psühhoanalüütik, analüütik, analüüsija, analüütiku, analüütikute, analüütikuna

αναλυτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
analizator, analitičar, analitičarka, je analitičar, analitičara, analiticar

αναλυτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sérfræðingur, sérfræðingurinn, er sérfræðingur, Greinandinn

αναλυτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
analitikas, analitiko, analitikė

αναλυτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
analītiķis, analītiķim, analītiķu, analīžu, analītiķe

αναλυτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аналитичар, аналитичарот, аналитичар на

αναλυτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
analist, analistul, analist de, analist al, analistului

αναλυτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
laborant, analitik, analitika, analitiki

αναλυτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
laborant, analytik, analytika
Τυχαίες λέξεις