Возраст στα ελληνικά

Μετάφραση: возраст, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εκατονταετηρίδα, εποχή, μέγεθος, αιώνας, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Возраст στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возражение στα ελληνικά - ένσταση, αντίρρηση, κλοτσώ, αποκήρυξη, απαντώ, απάντηση, εξαίρεση, ...
  • возразить στα ελληνικά - αποκηρύσσω, διαψεύδω, αντιτείνω, ανταπαντώ, ένσταση, αντιφάσκω, αποποιούμαι, ...
  • возрастание στα ελληνικά - αυξάνω, αυξάνομαι, ανατέλλω, ανάπτυξη, ορθώνομαι, αύξηση, όγκος, ...
  • возрастать στα ελληνικά - αυξάνω, διπλασιάζω, μεγαλώνω, σωσίας, διπλός, ορθώνομαι, ανατέλλω, ...
Τυχαίες λέξεις
Возраст στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εκατονταετηρίδα, εποχή, μέγεθος, αιώνας, ηλικίας, την ηλικία, ετών