Λέξη: κατάλοιπο

Σχετικές λέξεις: κατάλοιπο

κατάλοιπο εξουσίας, κατάλοιπο english, κατάλοιπο συνώνυμο, κατάλοιπο του solow, κατάλοιπο στα αγγλικά, κατάλοιπο solow

Συνώνυμα: κατάλοιπο

υπόλειμμα, υπόλοιπο κληρονομίας, υπίλοιπο

Μεταφράσεις: κατάλοιπο

κατάλοιπο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
remainder, residue, residue was, residue is, residual, the residue

κατάλοιπο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resto, restante, resta, residuo, residuos, residuo de, de residuos

κατάλοιπο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rückstand, relikt, restglied, restbestand, rest, überrest, übriggebliebene, Rest, Rückstand, Rückstands, Rückstände

κατάλοιπο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solde, reliquat, restant, vestige, reste, coupon, résidu, débris, appoint, résidus, résidu a, les résidus

κατάλοιπο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avanzo, rimanenza, residuo, rimanente, resto, residui, residui di, di residui, residuo di

κατάλοιπο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
restar, restante, permanecer, sobrar, resíduo, res�uo, resíduos, resíduo de, de resíduos

κατάλοιπο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rommel, resterende, restant, overige, afval, rest, staartje, residu, residuen, voor residuen, resten

κατάλοιπο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сдача, сальдо, остальное, остаток, остатка, осадок, остатков, вычетов

κατάλοιπο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rest, rester, resten, residuet, residuum

κατάλοιπο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
behållning, rest, återstod, återstoden, resten, rester

κατάλοιπο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäte, jakojäännös, jäänne, jäännöstermi, tähde, ylijäämä, jäännös, jäämien, jäännöstä, jäännöksen, jäämiä

κατάλοιπο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rest, Remanensen, Resten, remanens, rester

κατάλοιπο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostatek, pozůstatek, ostatní, zůstatek, zbytek, odparek, zbytek se, reziduum, reziduí

κατάλοιπο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostatek, pozostałość, reszta, resztka, osad, pozostałości, resztę

κατάλοιπο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
többiek, hátralék, egyenleg, maradvány, maradékot, maradékanyag, maradék, maradékhoz

κατάλοιπο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalıntı, tortu, artık

κατάλοιπο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лишитися, залишатись, лишатись, залишитися, залишок, решту, решта

κατάλοιπο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbetje, mbetja, mbetjeve, tepricë, Kusuri

κατάλοιπο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остатък, остатъци, остатъчни вещества, на остатъчни вещества

κατάλοιπο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
астача, рэшту, астатак, рэшта, рэштка, рэшткі

κατάλοιπο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäänus, jääk, jääkide, jäägi, jääki, jäägile

κατάλοιπο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
remitenda, neprodana, ostatak, Talog, ostatak se, ostatak je

κατάλοιπο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afgangur, leifar, leifin, eftir stendur, leif, leifinni

κατάλοιπο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
reliquum

κατάλοιπο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likutis, likučių, liekana, likučiai, liekanos

κατάλοιπο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārpalikums, atlikums, atliekas, atliekvielu, Atlikumu

κατάλοιπο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
остатоци, остаток, резидуи, остатоци од, остатокот

κατάλοιπο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rest, reziduu, reziduuri, reziduurilor, de reziduuri

κατάλοιπο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ostanek, Preostanek, ostankov, ostanka, ostanki

κατάλοιπο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvyšok, zbytok, zostatok, zvyšku
Τυχαίες λέξεις