Вскрываться στα ελληνικά
Μετάφραση: вскрываться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, άνοιξε, άνοιξαν, ανοίγει, ανοίξει, ανοιχθεί
Μεταφράσεις
- вскричать στα ελληνικά - αναφωνώ, φωνάζω, κραυγή, κραυγάζω, στριγκλίζω, στριγγλίζω, αναφωνήσει, ...
- вскрывать στα ελληνικά - τεμαχίζω, ανοικτός, ανοιχτός, κόψιμο, διαμελίζω, αναλύω, ανοίγω, ...
- вскрытие στα ελληνικά - νεκροψία, αποκάλυψη, έκθεση, αυτοψία, αυτοψίας, την αυτοψία, νεκροψίας
- вскрыть στα ελληνικά - αποκαλύπτω, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει
Τυχαίες λέξεις
Вскрываться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, άνοιξε, άνοιξαν, ανοίγει, ανοίξει, ανοιχθεί
Μεταφράσεις: αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, άνοιξε, άνοιξαν, ανοίγει, ανοίξει, ανοιχθεί