Вылуплять στα ελληνικά
Μετάφραση: вылуплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκολάπτομαι, άνοιγμα, κέλυφος, καβούκι, μπουκαπόρτα, οβίδα, επωάζω, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вылуживать στα ελληνικά - κονσέρβα, κασσίτερος, vyluzhivat
- вылупиться στα ελληνικά - εκκολάπτομαι, επωάζω, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
- вылупляться στα ελληνικά - επωάζω, μπουκαπόρτα, άνοιγμα, εκκολάπτομαι, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
- вылущение στα ελληνικά - εκρίζωση, εξάλειψή, εξαφάνισή
Τυχαίες λέξεις
Вылуплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκολάπτομαι, άνοιγμα, κέλυφος, καβούκι, μπουκαπόρτα, οβίδα, επωάζω, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται
Μεταφράσεις: εκκολάπτομαι, άνοιγμα, κέλυφος, καβούκι, μπουκαπόρτα, οβίδα, επωάζω, καταπακτή, καταπακτής, εκκολάπτονται