Λέξη: πολιτική
Σχετικές λέξεις: πολιτική
πολιτική δικονομία, πολιτική άνοιξη, πολιτική είναι η συντονισμένη δράση ατόμων ή κοινωνικών ομάδων με σκοπό να πετύχουν στόχους, πολιτική κηδεία, πολιτική κουζίνα, πολιτική προστασία, πολιτική παιδεία, πολιτική αεροπορία, πολιτική επιθεώρηση, πολιτική οικονομία, κοινωνική πολιτική, πολιτική αγωγή, πατριωτική οικονομική πολιτική
Συνώνυμα: πολιτική
τακτική, συμβόλαιο ασφάλειας, ασφαλιστικό συμβόλαιο, κοινά
Μεταφράσεις: πολιτική
πολιτική στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
policy, politics, political, policies, policy of
πολιτική στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
póliza, política, la política, política de, políticas, la política de
πολιτική στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handlungsweise, versicherungspolice, regeln, politik, grundsatz, regelwerk, taktik, strategie, police, vorgehensweise, anstand, Politik, politischen
πολιτική στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
politique, police, la politique, politiques, politique de, les politiques
πολιτική στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
politica, polizza, politica di, la politica, politiche, policy
πολιτική στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
polícia, política, política de, políticas, a política, diretiva
πολιτική στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staatkunde, beleid, politiek, polis, het beleid, beleid van
πολιτική στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
курс, политика, хитрость, политичность, благоразумие, ловкость, полис, установка, политики, политику, политике, политикой
πολιτική στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
politikk, policy, politikken
πολιτική στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
politik, policy, politiken
πολιτική στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuutuskirja, menettelytapa, politiikka, ohjelma, politiikan, koskevat periaatteet, Policy, politiikkaa
πολιτική στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
politik, politikken, politiske, politisk
πολιτική στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
politika, pojistka, politiky, politiku, údajů, politik
πολιτική στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strategia, polityka, polisa, taktyka, algorytm, polityki, politykę, zasady, polityką
πολιτική στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eljárásmód, politika, államvezetés, szakpolitikai, politikát, politikájának, politikája
πολιτική στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
siyaset, politika, politikası, ilke, ilkesi, politikasının
πολιτική στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поліклініка, політика, Україна, Надзвичайні, Политика, політики
πολιτική στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
politikë, Politika, Politika e, i politikës, politikës së
πολιτική στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
политика, политиката, политиката на, политика на, на политиката
πολιτική στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палітыка
πολιτική στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poliis, poliitika, poliitikat, poliitiliste, poliitilisi, poliitilise
πολιτική στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
politike, politika, politiku, politici, privatnosti, pravilo
πολιτική στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stefna, Stefna, stefnu, stefnan, persónuupplýsinga, stefnumótun
πολιτική στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
politika, politikos, politiką, politikai
πολιτική στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
politika, politikas, politiku, politikai, politikā
πολιτική στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
политика, политиката, политики, политиките, политика на
πολιτική στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
politică, politica, politicii, Politica de, politicii de
πολιτική στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
politika, taktika, politike, politiko, politiki, politik
πολιτική στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konanie, zásady, taktika, politika, politiky, politika Rôzne, politiku
Στατιστικά δημοτικότητας: πολιτική
Τυχαίες λέξεις