Гарантировать στα ελληνικά
Μετάφραση: гарантировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλίζω, χορηγός, εγγύηση, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, βεβαιώνω, αντίκρισμα, επίδομα, χορηγώ, ένταλμα, επιχορηγώ, ασφαλής, κατοχυρώνω, εγγυώμαι, υποτροφία, εδραιώνω, εγγύησης, εγγυήσεων, εγγυήσεως, εγγυήσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гарант στα ελληνικά - εχέγγυο, εγγύηση, εγγυώμαι, χορηγώ, εγγυητής, αντίκρισμα, χορηγός, ...
- гарантированный στα ελληνικά - απρόσβλητος, διασφαλίζω, άτρωτος, ασφαλής, ασφαλίζω, εδραιώνω, εγγυημένη, ...
- гарантирует στα ελληνικά - εγγυήσεις, εγγυήσεων, εγγυήσεις που, τις εγγυήσεις, εγγύηση
- гарантия στα ελληνικά - διασφαλίζω, εγγυώμαι, εγχείρημα, περιφρουρώ, τριτεγγύηση, εχέγγυο, υποτροφία, ...
Τυχαίες λέξεις
Гарантировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλίζω, χορηγός, εγγύηση, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, βεβαιώνω, αντίκρισμα, επίδομα, χορηγώ, ένταλμα, επιχορηγώ, ασφαλής, κατοχυρώνω, εγγυώμαι, υποτροφία, εδραιώνω, εγγύησης, εγγυήσεων, εγγυήσεως, εγγυήσεις
Μεταφράσεις: ασφαλίζω, χορηγός, εγγύηση, διαβεβαιώνω, διασφαλίζω, βεβαιώνω, αντίκρισμα, επίδομα, χορηγώ, ένταλμα, επιχορηγώ, ασφαλής, κατοχυρώνω, εγγυώμαι, υποτροφία, εδραιώνω, εγγύησης, εγγυήσεων, εγγυήσεως, εγγυήσεις