Глуповатый στα ελληνικά

Μετάφραση: глуповатый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληκτικός, μουντός, βαρετός, μουχρός, άτολμος, ανόητο, sheepish, ντροπαλή, ηλίθιος
Глуповатый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • глупить στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητα, foolishly, ανοήτως, απερίσκεπτα, ...
  • глупо στα ελληνικά - απλά, απλώς, ανόητα, foolishly, ανοήτως, απερίσκεπτα, ανόητο
  • глупость στα ελληνικά - μακροθυμία, αθωότητα, επιείκεια, γελοιότητα, πράγμα, τρέλα, ανοησία, ...
  • глупый στα ελληνικά - μουντός, παράλογος, χαζός, πληκτικός, αθώος, κουτός, βαρετός, ...
Τυχαίες λέξεις
Глуповатый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληκτικός, μουντός, βαρετός, μουχρός, άτολμος, ανόητο, sheepish, ντροπαλή, ηλίθιος