Λέξη: αμείβω

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω

Συνώνυμα: αμείβω

ανταμείβω, ανταποδίδω, εκδικούμαι, αποζημιώνω

Μεταφράσεις: αμείβω

αμείβω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
remunerate, requite, reward, recompense

αμείβω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
remunerar, recompensar, retribuirá, recompensar a, requite, recompensa a

αμείβω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vergelten, belohnen, vergilt, zu vergelten, requite

αμείβω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rétribuer, rémunérons, compenser, récompenser, rémunérer, gratifier, rémunérez, rémunèrent, rétribue, rendrai, récompenserai, rétribuera

αμείβω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
premiare, contraccambiare, ricambiare, ripagare, compenseremo, ripaga

αμείβω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
remunerar, desenferrujar, recompensar, retribuir, requite, que recompensas, Recompensais

αμείβω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vergelden, vergelde, niet vergelde, te vergelden, requite

αμείβω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оплачивать, вознаграждать, мстить, воздаст, воздавать, воздаете

αμείβω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjengjelde, requite, belønne, gjengjelder, gjengjelde de

αμείβω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
straffar, requite, straffa, att straffa, vedergälla

αμείβω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kostaa, palkitsemme, kostan, palkita

αμείβω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gengælde, requite, Gengældelse, Gengældelse over, fuld Løn

αμείβω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odměňovat, odměnit, nahradit, honorovat, uhradit, oplatit, pomstím, pomstím na, odplacovati měli

αμείβω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wynagradzać, odpłacić się, nagradzać, odwzajemniać, odwdzięczyć się

αμείβω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viszonoz, jutalmaz, megfizetek

αμείβω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
altında kalmamak, requite, cezalandırırız, cezalandıracağız, acısını çıkarmak

αμείβω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непов'язаний, вилучений, віддалений, незв'язаний, винагороджувати, винагородити, нагороджувати, винагороджуватиме

αμείβω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpërblej, të shpërblej, shpërblejmë, shpërbleni, ta shpërbleni

αμείβω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отплащам, въздам за, възвърне жестоко, възвърне жестоко за, възнаграждавам

αμείβω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узнагароджваць, ўзнагароджваць

αμείβω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tasuma, palkitsemme

αμείβω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naplatiti, nadoknaditi, platiti, kompenzirati, nagraditi, vratiti, uzvraćaš, vratiti isto, li uzvraćaš

αμείβω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
launa

αμείβω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsimokėti, atmokėti, gauti atpildą, atsilygini, atlyginsiu

αμείβω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atriebties, atalgot, atmaksāt

αμείβω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
компенсирам, компенсирам за

αμείβω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răsplăti, rasplati, răsplătească, răsplătiți, răsplăti cu

αμείβω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uzvraćaš, Nagraditi

αμείβω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odmeňovať, oplatiť, odplatiť, oplatit, opätovať, opätovanie
Τυχαίες λέξεις