Гражданский στα ελληνικά
Μετάφραση: гражданский, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гражданин στα ελληνικά - αντικείμενο, υπήκοος, εθνικός, θέμα, υποκείμενο, πολίτης, πολίτη, ...
- гражданка στα ελληνικά - πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
- гражданственность στα ελληνικά - civicism
- гражданство στα ελληνικά - κοινότητα, κοινωνία, υπηκοότητα, ιθαγένεια, χώρα, χώρας, χωρών, ...
Τυχαίες λέξεις
Гражданский στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
Μεταφράσεις: ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής