Двухчасовой στα ελληνικά
Μετάφραση: двухчасовой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυο, δύο, τα δύο, των δύο, σε δύο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- двухфокусный στα ελληνικά - φακός με δυο εστίες, αμφιεστιακό, αμφιεστιακός, διεστιακά, διεστιακού
- двухцветный στα ελληνικά - δίχρωμα, δίχρωμες, δίχρωμο, bicolor, διχρωματικός
- двучлен στα ελληνικά - διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
- двучленный στα ελληνικά - δυαδικός, διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
Τυχαίες λέξεις
Двухчасовой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυο, δύο, τα δύο, των δύο, σε δύο
Μεταφράσεις: δυο, δύο, τα δύο, των δύο, σε δύο