Δυο στα ρωσικά

Μετάφραση: δυο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
двухчасовой, двойка, два, двух, две, двумя, двое
Δυο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυο

δυο εγωισμοι, δυο ξενοι επεισοδια, δυο ψυχες τσανακλιδου, δυο μερες μονο στιχοι, δυο ψεματα, δυο λεξικό γλώσσας ρωσικά, δυο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • δυνατά στα ρωσικά - сильно, интенсивно, громко, громче, громогласно
  • δυνατός στα ρωσικά - бодрый, энергичный, растущий, громадный, веский, могущественный, значительный, ...
  • δυσάρεστος στα ρωσικά - надоедливый, скучный, досаждающий, раздражающий, скверный, утомительный, неприятный, ...
  • δυσανάγνωστος στα ρωσικά - неразборчивый, нечеткий, скучный, неудобочитаемый, нечитаемый, нечитаемым, нечитаемыми, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: двухчасовой, двойка, два, двух, две, двумя, двое